- κλωπικος
- κλωπικός3досл. воровской, вороватый, перен. тайный
(βῆμα, ἕδρα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βῆμα, ἕδρα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλωπικός — κλωπικός, ή, όν (Α) [κλωψ] 1. ο επιρρεπής στην κλοπή 2. κρυφός, λαθραίος. επίρρ... κλωπικῶς (Μ) με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα … Dictionary of Greek
κλωπικός — thievish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπικοῖς — κλωπικός thievish masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπικάς — κλωπικά̱ς , κλωπικός thievish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)